ατρυγος

ατρυγος
    ἄτρυγος
    ἄ-τρῠγος
    2
    без отстоя, чистый, прозрачный
    

(οἶνος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ατρυγος" в других словарях:

  • άτρυγος — ἄτρυγος, ον (Α) ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυξ ( γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»] …   Dictionary of Greek

  • ἄτρυγον — ἄτρυγος without lees masc/fem acc sg ἄτρυγος without lees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρύγητος — και άτρυγος, η, ο (AM ἀτρύγητος, ον) (για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε νεοελλ. 1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός 2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά») …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԶ — (ի, ից.) NBH 2 0633 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. ἀπλόος, ἀπλοῦς simplex. Ոչ բաղադրեալ. անյոդ, անբարդ. Էալընգաթ. *Զշարադրեալսն ժողովումն իմն պարզիցն գործէ. Կիւրղ. գանձ.: *Արտասանութեանց ոմանք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»